- πετρογραφία
- η геол петрография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρογραφία — η, Ν κλάδος τής πετρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη λεπτών τομών πετρωμάτων σε πετρογραφικό μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrography < πέτρα + γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
πετρογραφία — η κλάδος της γεωλογίας, πετρολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετρογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πετρογραφία («πετρογραφικές έρευνες») 2. φρ. α) «πετρογραφική επαρχία» περιοχή στην οποία μερικά ή όλα τα εκρηξιγενή πετρώματα θεωρείται ότι έχουν προέλθει από το ίδιο μητρικό μάγμα β) «πετρογραφικό… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
μαγιόλικα — Κεραμικό είδος από λεπτή πορώδη και πλαστική άργιλο, με την οποία κατασκευάζονται οικιακά σκεύη, πλακίδια και καλλιτεχνικά αντικείμενα, τα οποία αφού στεγνώσουν και αδιαβροχοποιηθούν με το σύστημα της εφυάλωσης, τοποθετούνται σε ειδικά καμίνια… … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
οφιόλιθος — Ο όρος, όχι απόλυτα σαφής, χρησιμοποιείται στην πετρογραφία ως συνώνυμο άλλοτε των σερπεντινών, και άλλοτε των πρασινολίθων. Τα πετρώματα αυτά είναι βασικά και υπερβασικά, όπως οι γάββροι, οι περιδοτίτες, οι σερπεντΐνες κλπ. Άλλοι όμως θεωρούν… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρολογία — η, Ν 1. κλάδος τής γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη τής χημικής σύστασης, τού ιστού και τής υφής, τής εμφάνισης και τής κατανομής τών πετρωμάτων, καθώς και με την προέλευσή τους σε σχέση με τις φυσικοχημικές συνθήκες και τις γεωλογικές… … Dictionary of Greek